Ονόματα δεν λέω, καταστάσεις δεν θίγω. Είναι όμως κάποια συμβάντα που δεν μπορείς, να τα αγνοήσεις. Κάθομαι λοιπόν σε μία παραλία, ήρεμη, ονειρεμένη. Ο γιος μου παίζει στην άμμο και εγώ απολαμβάνω την ησυχία διαβάζοντας το βιβλίο του John Verdon <Σκέψου έναν αριθμό> (Καλό μέχρι στιγμής, αν είναι τόσο καλό μέχρι το τέλος θα σας γράψω).
Ξαφνικά ακούω πίσω μου φωνές. <Χαράλαμπε! Ελα, έλα!> Χωρίς να το θέλω γυρνάω αυθόρμητα να κοιτάξω το Χαράλαμπο. Ενα ανθρωπάκι μια σταλιά, θα είναι δεν θα είναι 5 χρονών, προχωρά βαριεστημένο και ζαβλακωμένο από τη ζέστη. Η μαμά κουβαλάει δύο τεράστιες τσάντες σε κάθε ώμο (τη συμπονώ), η μία γεμάτη κουβαδάκια και η άλλη με είδη μπάνιου και φαγώσιμα (όπως διαπίστωσα στη συνέχεια). Κάθονται λίγα μέτρα πιο πέρα.
Στρώνει πετσέτα και αρχίζει να βγάζει κουβαδάκια. Ο μικρούλης, εντός πενταλέπτου, δυσανασχετεί. Πεινάάάω. Βγαίνει η μπανάνα. Το παιδάκι την τρώει παίζοντας στην άμμο και όταν πια δεν θέλει την υπόλοιπη την πετάει δίπλα στα κουβαδάκια. Η μαμά δεν κάνει κίνηση να τη μαζέψει, αλλά σκέφτομαι θα την πάρει μετά, μαζί με τα συμπράγαλα του παιδιού. Λίγο αργότερα βγαίνει σακούλα με πατατάκια. Τρώει εκείνη, τρώει το παιδί, κάποια στιγμή, τράβα ο ένας-τράβα ο άλλος, πέφτει το σακουλάκι κάτω και γεμίζει ο τόπος πατατάκια. Φωνές στο παιδί, καμμία κίνηση να μαζέψει τα πατατάκια. Σκέφτομαι (καλοπροαίρετα) θα τα μαζέψει μετά το κατσάδιασμα του Χαράλαμπου! Αμ δε! Δεν μαζεύει τίποτα! Να μη σας πολυλογώ, φτάνει η ώρα να αποχωρήσουν και αρχίζει το μάζεμα. Διπλώνει πετσετούλα, μαζεύει όλο το σωρό των παιχνιδιών, τα πακετάρει όλα, πλην -των στρωμένων στην παραλία- φαγώσιμων. Ειλικρινά σας λέω, γενικώς δεν είμαι τύπος που πιάνει εύκολα κουβέντες. Ούτε κάθομαι να ασχοληθώ τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος, δεν με ενδιαφέρει. Ομως σε μία απομονωμένη παραλία, ακόμα κι αν βρίσκεται κάποια μέτρα μακριά, τον βλέπεις αυτόν που λιάζεται. Λοιπόν δεν άντεξα, σηκώθηκα και πήγα να της μιλήσω. <Με συγχωρείτε της λέω, αλλά δεν είναι κρίμα να αφήνουμε (χρησιμοποίησα α’ πληθυντικό για να τη συγκινήσω -δεν πάνε χαμένα τα μαθήματα ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο) φαγώσιμα σε μία τόσο ωραία παραλία;> Απάντηση : <Ελληνίδα είσαι; Κι εγώ σε πέρασα για ξένη, έτσι ξυλάγγουρο που είσαι!>
(οκ σκέφτομαι, ξυλάγγουρο δεν είμαι, αυτή μου το λέει για προσβολή, εγώ πάλι το λαμβάνω σαν κοπλιμέντο… φαίνεται ότι έχασα εκείνο το κιλάκι που μου είχε κάτσει…) Tης χαμογελάω πλατιά… <Ναι, (συνεχίζω) δεν είναι κρίμα να αφήνουμε σκουπίδια στην παραλία; Εχουμε και μικρά παιδάκια, να τα μαθαίνουμε να μαζεύουν κι αυτά από τώρα… >
Προχωρώντας προς το αυτοκίνητο της και μη μου αφήνοντας πολλά περιθώρια… <Ασχετη είσαι; Τα τρόφιμα δεν είναι σκουπίδια… θα τα καθαρίσει η θάλασσα…> Εγώ…άφωνη!