Ο πατέρας της ήταν χρυσοχόος. Εκείνος της έμαθε να ξεχωρίζει το καλό, το ξεχωριστό και το ιδιαίτερο. Τη δίδαξε πως τα καλά αντικείμενα έχουν διάρκεια στον χρόνο και είναι εξίσου σημαντικά και «δεμένα» με τις στιγμές μας. Η Λαμπρινή Μουρούτη δεν ασχολήθηκε με το κόσμημα. Η αγάπη της ήταν η μόδα, όχι αυτή που εξελίσσεται στους δρόμους, αλλά εκείνη που δημιουργείται από τις ανάγκες μας κι από την προσωπικότητα μας.
Αν και βρίσκεται μόλις τρία χρόνια επίσημα στον χώρο, η συμμετοχή της στην τελευταία έκθεση μόδας στην Αθήνα (Athens Fashion Week) της χάρισε το βραβείο της Καλύτερης Πασαρέλας (Best Catwalk). Η σχεδιάστρια Λαμπρινή Μουρούτη μας μιλάει για την αειφορία στην ένδυση, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας νέος Έλληνας σχεδιαστής, αλλά και το πως η βασίλισσα Αντουανέτα επηρέασε το δημιουργικό της ύφος.
-Πριν από τρία χρόνια δημιουργήσατε το «Lamour et lame». Στα ελληνικά μεταφράζεται ως αγάπη και λεπίδα. Συνδυάσατε την αγάπη σας για τη μόδα με τα ψαλίδια της ραπτικής και όλη σας η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία στην έκθεση μόδας στην Αθήνα -Athens Fashion Week-Τι σημαίνει για εσάς αυτή η βράβευση;
Είναι μια ηθική αναγνώριση για τον κόπο, την προσπάθεια, την επιμονή κα τη θέληση που κάνω για να επικοινωνήσω όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά μου.
-Τα ρούχα σας είναι αέρινα, ρομαντικά, διαχρονικά χωρίς να ακολουθούν τις βασικές γραμμές της νεότερης βιομηχανίας της μόδας. Ποιο είναι το σκεπτικό σας όταν ξεκινάτε τον σχεδιασμό ενός ρούχου;
Δημιουργώ με γνώμονα την αειφορία στη μόδα γι αυτό και οι συλλογές μου δεν είναι μεγάλες, έχουν όμως -όπως αναφέρατε- διαχρονικότητα. Πολύ συνειδητά ξεκίνησα να σχεδιάζω λίγα κομμάτια κι αυτό γιατί όταν ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στο University of the creative arts στο Κεντ της Αγγλίας, άλλαξα τελείως την εικόνα που είχα για τη μόδα και τις καταναλωτικές συνήθειες. Στη σχολή μας τόνιζαν συνέχεια πόσο ρυπογόνα είναι η βιομηχανία των ρούχων παγκοσμίως και τις επιπτώσεις που έχει η γρήγορη μόδα (fast fashion) στον πλανήτη. Ευαισθητοποιήθηκα πάρα πολύ και αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ μόνο με το μπισπόκ (bespoke) δηλαδή την παραγγελία κομματιών για συγκεκριμένους πελάτες.
-Στους γρήγορους ρυθμούς που ζούμε με τις δεκάδες αλυσίδες, αλλά και τα μεμονωμένα καταστήματα ένδυσης, πόσο εύκολο είναι να προσεγγίσετε την Ελληνίδα καταναλώτρια που ανυπομονεί να αγοράσει κάτι γρήγορα;
Καθόλου εύκολο δεν είναι και ειδικά στην Ελλάδα το μπισπόκ είναι πολύ πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Δυστυχώς δεν υπάρχει αρκετή ενημέρωση, ώστε το καταναλωτικό κοινό να γνωρίζει τι συμβαίνει στην αγορά ένδυσης και να ψωνίζει πιο συνειδητοποιημένα.
-Για τη δική σας δουλειά τι σημαίνει η διαδικασία του μπισπόκ;
Σημαίνει ότι το κέντρο εστίασης μου δεν είναι τόσο η δημιουργική μου ανάγκη, αλλά το σώμα, ο άνθρωπος που θα φορέσει το ρούχο που θα φτιάξω. Σαφέστατα αυτό που θα δημιουργήσω θέλω να είναι κάτι όμορφο που να ταιριάζει με το στυλ που έχω καθιερώσει, αλλά για μένα το σημαντικότερο είναι να κάνω τις γυναίκες να ονειρευτούν, να χαρούν, να αισθανθούν καλύτερα με τον εαυτό τους και με το σώμα τους. Το να ράψει μια γυναίκα ένα ρούχο πάνω της φέρει μια διαδικασία αποδοχής για το σώμα της.
-Βλέπω στον τοίχο σας, εδώ στο ατελιέ, έχετε κρεμασμένο ένα πορτρέτο της Μαρίας Αντουανέτας.
Το φόρεμα που φοράει στον πίνακα είναι πολύ σημαντικό στην ιστορία της μόδας. Αυτή η αμφιλεγόμενη βασίλισσα ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της και υπήρξε έμπνευση για πολλούς σχεδιαστές. Το φόρεμα αυτό έχει επηρεάσει πολύ και τη δική μου οπτική στο σχεδιαστικό κομμάτι.
-Πως βλέπεται τον χώρο της ελληνικής μόδας; Υπάρχει δυνατότητα εξέλιξης για τους νέους σχεδιαστές;
Δεν υπάρχει κρατική βοήθεια, αλλά ούτε και ιδιωτική από πλευράς επενδυτών, ώστε να προωθηθούν οι δουλειές των Ελλήνων σχεδιαστών. Θα φέρω σαν παράδειγμα το Λίβανο όπου έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια επενδυτική γέφυρα με το Παρίσι και αρκετοί οίκοι δημιουργούν καταστήματα και στις δύο χώρες. Αυτό ξεκίνησε από μια επενδυτική προσπάθεια την οποία στήριξαν και άλλοι στη συνέχεια και σήμερα το Λίβανο τραβάει τα βλέμματα και συζητιέται η μόδα που δημιουργούν οι σχεδιαστές του.
-Τελικά δημιουργείται μόδα σήμερα;
Μόδα με την έννοια όπως την ξέραμε, δεν δημιουργείται. Όποια πρωτοπορία μπορούσε να γίνει, έγινε μέσα στον εικοστό αιώνα. Τώρα δεν βιώνουμε αλλαγή στη μόδα, αλλά αλλαγή τάσεων και στυλ. Εξάλλου με τις συνεχείς κολεξιόν που αναγκάζονται μέσα σε έναν μόνο χρόνο να παράξουν οι οίκοι έχει υπερκεράσει, το κομμάτι της δημιουργικότητας, το κομμάτι του εμπορίου.
-Υπάρχουν σχεδιαστές που θαυμάζετε και ξεχωρίζετε για τη δουλειά τους;
Φυσικά. Από Έλληνες θα πω την Λουκία με την οποία έχω δουλέψει και την ξεχωρίζω για τη δημιουργικότητα και τη διαχρονικότητα των ρούχων της. Νομίζω ότι είναι ένα ατελιέ με αξιόλογη ιστορία και όλα αυτά τα χρόνια στέκεται πιστά στις αξίες που έχει. Από ξένους σχεδιαστές θαυμάζω πολλούς, αλλά θα ξεχωρίσω τους Ζουχέρ Μουράτ (Zuhair Murad), Έλι Σάμπ (Elie Saab) και Αλεξάντερ Μακ Κουίν (Alexander McQueen).
Ολόκληρη η συνέντευξη μαζί με περισσότερες φωτογραφίες στη huffpost.gr